Κόπολα, Φράνσις Φόρντ

Κόπολα, Φράνσις Φόρντ
(Francis Ford Coppola, Ντιτρόιτ 1939 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε θέατρο στη Νέα Υόρκη και κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA). Σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία (Παραφροσύνη) το 1962 σε παραγωγή του Ρότζερ Κόρμαν. Στη δεκαετία του 1970 απέκτησε μεγάλη φήμη με τα έργα του Ο Νονός 1 και 2 (1972 και 1974), Η συνομιλία (1974), Αποκάλυψη τώρα (1979) κ.ά. Ωστόσο, την επόμενη δεκαετία έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας λόγω της αποτυχημένης απόπειράς του με την ταινία Μία ημέρα, ένας έρωτας (1982) και ανέκαμψε με την επιτυχία της ταινίας Δράκουλας (1992). Βραβεύτηκε δύο φορές με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας για τον Νονό 1 (1972) και τον Νονό 2 (1974), ο οποίος απέσπασε και το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, και δύο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Κανών για τα φιλμ Η συνομιλία (1974) και Αποκάλυψη τώρα (1979). Τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί κυρίως στην παραγωγή ταινιών. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βέρντον, Γκουέν — (Gwen Verdon, Λος Άντζελες 1925 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Μία από τις κορυφαίες πρωταγωνίστριες θεατρικών μιούζικαλ και τιμημένη με τέσσερα βραβεία Τόνι. Γεννήθηκε στα περίχωρα του Λος Άντζελες από πατέρα ηλεκτρολόγο και μητέρα χορεύτρια. Έδειξε… …   Dictionary of Greek

  • Γουέιτς, Τομ — (Tom Waits, Καλιφόρνια 1949 –). Αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ο Γ. είναι από τους πιο πολυπράγμονες σύγχρονους Αμερικανούς καλλιτέχνες, με εξαιρετική ζωτικότητα και ποικιλία ενδιαφερόντων. Παρουσιάστηκε στον χώρο της… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

  • Κόρμαν, Ρότζερ — (Roger Corman, Ντιτρόιτ 1926 –). Αμερικανός παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε μηχανικός και φιλόλογος, αλλά εργάστηκε στο Χόλιγουντ αρχικά ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων και σεναριογράφος. Σκηνοθέτης και… …   Dictionary of Greek

  • Λούκας, Τζορτζ — (George Lucas, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Η καριέρα του ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν συμμετέχοντας σε έναν φοιτητικό διαγωνισμό ταινιών απέσπασε το πρώτο βραβείο για το φιλμ του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”